- κατάρρυσις
- κατάρρυσις, ἡ (Α)1. η ροή προς τα κάτω2. η πτώση προς τα κάτω3. η καταρροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ρρυσις (< ῥύσις < ρέω), πρβλ. περί-ρρυσις, υπό-ρρυσις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάρρυσις — flowing down fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρύσει — κατάρρυσις flowing down fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταρρύσεϊ , κατάρρυσις flowing down fem dat sg (epic) κατάρρυσις flowing down fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρύσεις — κατάρρυσις flowing down fem nom/voc pl (attic epic) κατάρρυσις flowing down fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρρυσιν — κατάρρυσις flowing down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)